λημματίζω

λημματίζω
λημμᾰτ-ίζω,
A place to credit, PFlor.361.7 (iii A.D.), etc.
II assume, posit, τὰ λελημματισμένα premisses, A.D.Synt.101.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λημματίζω — (Α) [λήμμα] 1. παρέχω πίστωση, πιστώνω 2. δέχομαι ως υπόθεση («τὰ λελημματισμένα» βάσεις συλλογισμού, προτάσεις, προϋποθέσεις, Απολλ. Δύσκ.) …   Dictionary of Greek

  • λελημματισμένοις — λημματίζω place to credit perf part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημματιζομένης — λημματίζω place to credit pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προλελημματισμένον — πρό λημματίζω place to credit perf part mp masc acc sg πρό λημματίζω place to credit perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημματισμός — λημματισμός, ὁ (Μ) [λημματίζω] κέρδος, ωφέλεια, απόκτημα …   Dictionary of Greek

  • λημματιστής — λημματιστής, ὁ (Α) [λημματίζω] εισπράκτορας φόρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”